Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

7η συνάντηση Κοινωνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

Την Κυριακή 17 Γενάρη στις 11 πμ. στην Λαμπηδόνα, θα δοθεί η 2η παράδοση στην θεματική ενότητα: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ με τίτλο

"Η κριτική της Ανθρωπολογίας στην Οικονομική επιστήμη και τον Μαρξισμό"


Εισηγητής: Γιάννης Κυριακάκης

Ακολουθεί ολόκληρη η εισήγηση

Ερώτηση: Ποια είναι η κριτική της ανθρωπολογίας στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς και σε ποιο βαθμό αυτή η κριτική οδηγεί στην αμφισβήτηση του καπιταλισμού ως του καλύτερου δυνατού οικονομικού συστήματος; Μπορεί με βάση την ανθρωπολογική κριτική να διαμορφωθεί ένα όραμα μιας άλλης κοινωνίας του μέλλοντος;

Εισαγωγή

Όπως είδαμε στην προηγούμενη συνάντηση η λεγόμενη «οικονομική επιστήμη» αναπτύχθηκε αρχικά ως «πολιτική οικονομία». Η πολιτική οικονομία, όπως πολύ εύστοχα διατύπωσε ο Αλέξανδρος Πατραμάνης στην προηγούμενη συνάντηση, ασχολούνταν με το πώς θα διανεμηθεί καλύτερα ο παραγόμενος πλούτος ανάμεσα σε τρείς τάξεις, τους γαιοκτήμονες, τους εμπόρους-βιομήχανους και τους εργάτες, και πως αυτή η διανομή θα διευκόλυνε με την σειρά της την παραπέρα αύξηση της παραγωγής και του πλούτου ή την αντιμετώπιση της ανέχειας και της φτώχειας. Αυτός ο προσανατολισμός της πολιτικής οικονομίας προϋπέθετε βέβαια την φανερή ύπαρξη και την ευρεία κοινωνική αναγνώριση αυτών των τάξεων. Δεν θα μπορούσε, η ύπαρξη και ο ανταγωνισμός αυτών των τάξεων να είναι αποκύημα της φαντασίας των πρώτων οικονομολόγων. Είχε προηγηθεί η ιστορική διαμόρφωσή τους. 


 
 Στο βιβλίο που προτείνω ως βασικό ανάγνωσμα της σημερινής παράδοσης, στο «Ο μεγάλος μετασχηματισμός» του Καρλ Πολάνυι, θα βρει κανείς μια εκπληκτική περιγραφή αυτής της διαμόρφωσης. Ο Πολάνυι ήταν κυρίως ιστορικός της οικονομίας και δημοσιογράφος πριν ασχοληθεί θεωρητικά με την οικονομία, οπότε είναι και πολύ καλός στις ιστορικές περιγραφές. Όπως είπαμε ακόμη στην προηγούμενη συνάντηση, στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα η πολιτική οικονομία σιγά σιγά εγκαταλείφθηκε για χάρη της λεγόμενης «οικονομικής επιστήμης» και των νεοκλασικών οικονομικών. Όπως είδαμε τα νεοκλασικά οικονομικά εγκατέλειψαν ως αναχρονιστική και μεροληπτική την ενασχόληση με τις κοινωνικές τάξεις στην οικονομία. Το ζητούμενο δεν ήταν πιά να βρεθεί ποιο είναι το καλύτερο οικονομικό σύστημα για τη λειτουργία της κοινωνίας, για την διασφάλιση της παραγωγής και την επιβίωση των ανθρώπων. Καθώς η ελεύθερη αγορά είχε πια εμπεδωθεί και η ιδεολογία του ατομικού παραγωγού και εργάτη σε μια βιομηχανική κοινωνία είχε γίνει πραγματικό βίωμα, το σύστημα της ελεύθερης αγοράς γης, εργασίας και αγαθών θεωρήθηκε δεδομένο. Το ζήτημα πιά ήταν να βρεθεί ένα αντικειμενικό μέτρο μέσω του οποίου θα μπορούσε να αναλυθεί η οικονομική συμπεριφορά των ατομικών παραγωγών. Δεν είναι τυχαίο που η στροφή αυτή έγινε στο πέρασμα του 19ου προς τον 20ο αιώνα όταν από την μια άρχισαν να εμφανίζονται οι κυκλικές κρίσεις του συστήματος (από το 1870 και μετά, θα μιλήσουμε στην επόμενη παράδοση για αυτές) και από την άλλη αύξαινε η δύναμη της εργατικής τάξης με τον συνδικαλισμό αλλά και την ραγδαία πολιτικοποίησή της. Ήταν μια επαναστατική στροφή στη θεωρία με ιδεολογική στόχευση, την «επιστημονική» θωράκιση, προώθηση και την ενίσχυση της φιλελεύθερης οικονομίας, ή αλλιώς της ελεύθερης αγοράς. Τα νεοκλασικά οικονομικά βασίζονταν σε δύο αξιωματικές βεβαιότητες για την κοινωνία και τον άνθρωπο. Η πρώτη ήταν πως ο άνθρωπος από τα πρώτα στάδια της εξέλιξής του βρισκόταν σε συνθήκες σπανιότητας των φυσικών πόρων που ήταν αναγκαίοι για την επιβίωσή του. Παρεπόμενη αυτής της βεβαιότητας ήταν και η δεύτερη βεβαιότητα: Ο άνθρωπος μέσα σε αυτή την συνθήκη της σπανιότητας ήταν υποχρεωμένος να κάνει τις καλύτερες δυνατές επιλογές σε σχέση με την εκμετάλλευση των πόρων για να καταφέρει να επιβιώσει. Έτσι από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος έπρεπε να κάνει «ορθολογικές επιλογές» το περίφημο «rational choice» σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών του δυνατοτήτων, την εκμετάλλευση των πόρων, την διανομή των αγαθών κλπ.

Με αυτές τις δυο αξιωματικές βεβαιότητες η «οικονομία», ενώ όπως είδαμε πριν τον 17οαιώνα δεν απασχολούσε καθόλου τους φιλοσόφους, όχι μόνο εγκαθιδρύθηκε ως «επιστήμη» αλλά διεκδίκησε και την πρωτοκαθεδρία στην ερμηνεία της ανθρώπινης συνθήκης. Όλα πια υποτάσσονταν στην ορθολογική επιλογή του ανθρώπου να κατανείμει σωστά την εργασία, τους πόρους και τα αγαθά. Οι κοινωνικές σχέσεις, η πολιτική, η θρησκεία και όλοι οι θεσμοί εξυπηρετούσαν σε τελευταία ανάλυση την οικονομία. Ρόλο κλειδί σε αυτή την επικράτηση της οικονομίας έπαιζε η αντίληψη του ανθρώπου ως ορθολογιστή, παραγωγού αποφάσεων με γνώμονα την μέγιστη δυνατή ωφέλεια από την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια.

Μεταμφιεσμένη με τους όρους «ωφέλεια» και «προσπάθεια», αντί για τους πραγματικούς όρους «κέρδος» και «κεφάλαιο», στην ουσία η καταστατική συνθήκη της καπιταλιστικής παραγωγής επιβλήθηκε σαν καταστατική συνθήκη του ανθρώπινου γένους και όλη η ανθρώπινη ιστορία ερμηνεύτηκε ως μια πορεία προς τον καπιταλισμό! Η αντίληψη του ανθρώπου ως ορθολογικού υπολογιστή της μέγιστης δυνατής ωφέλειας με την μικρότερη δυνατή προσπάθεια διαδόθηκε τόσο πολύ και τόσο βαθιά, που κυριάρχησε ως αυτονόητη, λειτούργησε ως αυτό-εκπληρούμενη προφητεία και ισχύει έως σήμερα στον δυτικό κόσμο. Στην ουσία όμως η θεωρία, εν μέρει συνδημιούργησε, στήριξε και διεύρυνε τις συνθήκες που θα την επιβεβαίωναν στην πράξη. Η θεωρία γενικά, σέρνει εκείνο το κομμάτι της πραγματικότητας που την βολεύει, προς την επικράτηση, κι όταν αυτό επικρατήσει η θεωρία επιβεβαιώνεται. Έτσι σήμερα κανείς θα βρει ακλόνητες αποδείξεις στον δυτικό κόσμο ότι ο άνθρωπος όντως είναι ορθολογικός υπολογιστής του συμφέροντος, και ότι οι «άλλοι» μη δυτικοί, είναι φανατικοί μισαλλόδοξοι που παρεκκλίνουν από τον «ορθολογισμό», λησμονώντας πως αυτός ο κόσμος φτιάχτηκε πάνω σε αυτές τις αρχές- της «ορθολογικής» εκμετάλλευσης της φύσης, αλλά και των «άλλων» υποτελών λαών. Αυτό δηλαδή που λογίζεται ως αιτία από την αστική οικονομική επιστήμη είναι εν τέλει αποτέλεσμα άλλων διαδικασιών, που θα προσπαθήσουμε να θέσουμε σήμερα στην συζήτηση. Δεν υπάρχει λοιπόν αντικειμενική αλήθεια ως προς την «οικονομία». Η αλήθεια είναι ταξική και συστημική ή αντι-συστημική ανάλογα με την θέση κάποιου στην κοινωνική ιεραρχία. Εκείνο που πρέπει να ψάχνουμε στην οικονομική θεωρία, δεν είναι η αλήθεια, αλλά το ποια ακριβώς «αλήθεια» εξυπηρετεί ποια συγκεκριμένη ταξική κυριαρχία, ποιες συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις. Το βασικό εμπόδιο σε αυτή την έρευνα είναι πως οι διάφορες οικονομικές θεωρίες λανσάρονται ως «αντικειμενικές», ως «η αλήθεια» ενώ στην ουσία οι ίδιες επεμβαίνουν και συνδιαμορφώνουν αυτή την υποτιθέμενη αλήθεια. Το ζητούμενο λοιπόν είναι και η αποδόμηση των ταξικών οικονομικών θεωριών υπέρ του κεφαλαίου και του καπιταλισμού, αλλά και η οικοδόμηση μιας εναλλακτικής θεωρίας για μια κοινωνία χωρίς κεφάλαιο. Σε αυτή την παράδοση θα δούμε και τα δύο αυτά ζητήματα. Πως δηλαδή διαμορφώθηκαν ιστορικά οι προσπάθειες για το χτύπημα και την ανατροπή της κυρίαρχης αστικής οικονομικής «επιστήμης».


Η Κριτική της Ανθρωπολογίας

Ξεκινάμε με την ανθρωπολογία και όχι με τον Μαρξισμό, αν και ιστορικά ο Μαρξισμός προηγήθηκε ως κριτικό ρεύμα. Ο λόγος είναι γιατί η οπτική της ανθρωπολογίας θα μας χρησιμεύσει σαν εργαλείο κριτικής στον Μαρξισμό όπως θα φανεί στην επόμενη ενότητα. Όπως είπαμε με το πέρασμα στον 20ο αιώνα η νεοκλασική θεωρία είχε κυριαρχήσει. Ήταν δε τόσο ισχυρή που επηρέασε κι ένα κομμάτι της ανθρωπολογίας. Συγκεκριμένα μια ομάδα ανθρωπολόγων από τις αρχές του 20ου αιώνα με συνεχιστές έως και σήμερα, ασπάστηκαν την θεωρία του rational choice και βάλθηκαν να αποδείξουν πως και οι προβιομηχανικές κουλτούρες βασίζονταν και αυτές στην αρχή του ορθολογισμού και της ελάχιστης προσπάθειας για το μέγιστο αποτέλεσμα, όπως και η βιομηχανική κοινωνία, με την διαφορά της χαμηλής τεχνολογίας. Πολλοί από αυτούς τους ανθρωπολόγους είχαν αγαθές προθέσεις. Κίνητρό τους δεν ήταν τόσο η υπεράσπιση του καπιταλισμού, όσο το να αποδείξουν ότι οι λεγόμενοι πρωτόγονοι δεν ήταν πρωτόγονοι αλλά είχαν τις ίδιες διανοητικές και πολιτιστικές δυνατότητες με τους δυτικούς. Παρόλα όμως τα αντιρατσιστικά κίνητρα αυτή η τάση της οικονομικής ανθρωπολογίας που αναπτύχθηκε κυρίως στην Αμερική, εφόσον αναγνωρίζει την αρχή της οικονομικής μεγιστοποίησης ως βασικού ανθρώπινου κινήτρου, στην ουσία στηρίζει την αστική οικονομική επιστήμη και τον φιλελευθερισμό.

Το πρόβλημα εξαρχής με την ανθρωπολογία ήταν πως έπρεπε να αντιμετωπίσει μια βασική αντίφαση. Ενώ όλοι οι ανθρωπολόγοι ξεκινούσαν από ένα κίνητρο αντιρατσιστικό, να δείξουν δηλαδή πως οι λεγόμενοι «πρωτόγονοι» δεν ήταν κατώτεροι και υποανάπτυκτοι πολιτισμοί, στην πορεία αναπτύσσονταν πάντα δυο δρόμοι σε αυτή την κατεύθυνση: Ο ένας δρόμος πάσχιζε να αποδείξει πως οι κουλτούρες των μη δυτικών κοινωνιών έμοιαζαν με την δική μας, και ήταν στην ουσία ένα προηγούμενο στάδιο εξέλιξης με τα ίδια όμως ποιοτικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα υποστηριζόταν ότι πάντα υπήρχε μια μορφή εξουσίας όπως και η δική μας, ότι και οι θρησκευτικές αντιλήψεις ήταν κάτι σαν μια μορφή επιστήμης όπως και η δική μας, ή ότι υπήρχαν ανταλλαγές που έμοιαζαν με τις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές. Πάνω από όλα υποστηριζόταν η παγκοσμιότητα του rational choice και της οικονομίας ως μιας διαδικασίας επιλογής μέσων και σκοπών. Ο άλλος δρόμος υποστήριζε πως ο δυτικός πολιτισμός ήταν μεν τομή σε σχέση με τους παλιότερους αλλά όχι προς το καλύτερο. Ότι δηλαδή οι παλιότερες κουλτούρες όχι μόνο δεν ήταν κατώτερες αλλά περιείχαν και στοιχεία που ήταν ανώτερα ηθικά και πνευματικά και σίγουρα ποιοτικά διαφορετικά από τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Μπορούμε να δούμε κάτω από αυτή την οπτική πως η «οικονομική ανθρωπολογία» που ασπαζόταν τα νεοκλασικά οικονομικά ακολουθούσε τον πρώτο δρόμο.

Στον αντίποδα της οικονομίστικης τάσης έχουμε την οικονομική ανθρωπολογία που ασκεί σοβαρή έως και ανατρεπτική κριτική στην αστική οικονομική σκέψη και την κοινωνία της αγοράς. Απαρχή αυτής της σχολής αποτελεί το έργο του Marcel Mauss «Το Δώρο» που εκδόθηκε το 1925. Ο Mauss συγκεντρώνοντας ένα πλήθος από πρωτογενές υλικό από εθνογραφικές έρευνες που διεξάχθηκαν από το 1900 ως το 1920 επιχειρεί μια συγκριτική μελέτη λαών της ΒΔ Αμερικής, της Μελανησίας και της Πολυνησίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δώρο κι όχι οι απλές εμπράγματες ανταλλαγές ήταν η κυρίαρχη μορφή συναλλαγών σε μια σειρά από κουλτούρες που αναπτύχθηκαν πριν από την δυτική κατάκτηση. Η αντίληψη που επικρατούσε ως τότε ήταν ότι οι απλές εμπράγματες ανταλλαγές ήταν η κυρίαρχη μορφή συναλλαγών στις απλές κοινωνίες, και ότι ήταν ένα ατελές προοίμιο του σύγχρονου εμπορίου. Η λογική του δώρου με το πλήθος των παρενεργειών στις κοινωνικές σχέσεις, στις συμμαχίες, στις ιεραρχίες, στο γόητρο, κλπ. ανέτρεπε πλήρως αυτή την αντίληψη. Ένα πλήθος από εθνογραφικές έρευνες στους λαούς που είχαν κατακτηθεί από την αποικιοκρατία έδειχνε πως όχι μόνο οι διάφορες κοινωνικές σχέσεις δεν υποτάσσονταν στις υποτιθέμενες πρωτόγονες εμπορικές συναλλαγές αλλά συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο: οι ανταλλαγές εξυπηρετούσαν και υποτάσσονταν στις κοινωνικές σχέσεις, τις συμμαχίες μεταξύ γενών και φυλών, το γόητρο και την ιεραρχία. Σημαντικά στοιχεία όλου αυτού του πλέγματος των σχέσεων ήταν πρώτον οι διάφορες τελετουργίες «πότλατς» των φυλών της ΒΔ. Αμερικής μια διαδικασία όπου ο αρχηγός ή το αρχηγικό γένος είτε προσέφερε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στην κοινότητα, είτε το κατέστρεφε επιδεικτικά, είτε το θυσίαζε στους θεούς, ή όλα αυτά μαζί, και δεύτερον τα δίκτυα ανταλλαγών σε μακρινές αποστάσεις που είχε μελετήσει ο Μαλινόφσκι στα νησιά των Τροβριανών στην Μελανησία. Η οικονομία του δώρου μέσα από την υποχρέωση γενικών παροχών, αποδοχής και ανταπόδωσης, στόχευε στην διατήρηση και ενίσχυση των κοινωνικών σχέσεων και όχι στην μεγιστοποίηση κάποιου αυστηρά «οικονομικού» οφέλους ή συμφέροντος. Έτσι με το «δώρο» επήλθε το πρώτο πλήγμα στην αστική θεώρηση ολόκληρης της ιστορίας της ανθρωπότητας ως μιας ιστορίας του ελεύθερου εμπορίου. Παρόλα αυτά τα νεοκλασικά οικονομικά παρέμεναν κυρίαρχα στους κύκλους της κοινωνικής επιστήμης, μέχρις ότου ένα νέο κύμα αμφισβήτησης εμφανιστεί με εναρκτήριο έτος το 1944, την χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο «ο μεγάλος μετασχηματισμός» του Καρλ Πολάνυι.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε ο Mauss ούτε ο Πολάνυι ήταν ανθρωπολόγοι, βασίζονταν όμως κυρίως στα δεδομένα της ανθρωπολογικής έρευνας. Ειδικά ο Πολάνυι συνεργάστηκε με ανθρωπολόγους και δημιούργησε μαζί με αυτούς ομάδα και σχολή στην ανθρωπολογία την λεγόμενη σχολή των «υποστασιαστών» μια όχι και τόσο καλή μετάφραση του substantivism. Substance βέβαια σημαίνει στα αγγλικά ουσία-υπόσταση, αλλά σημαίνει επίσης και «τα προς το ζειν», εξ ου και το substance-farming, που σημαίνει την δραστηριότητα των αγροτών που ζουν από την δική τους παραγωγή κι όχι από τις πωλήσεις των προϊόντων τους στην αγορά. Έτσι στην ουσία το substanstivism είναι μάλλον αμετάφραστο και σημαίνει την διαδικασία μέσω της οποίας κανείς εξασφαλίζει τις βασικές του ανάγκες. Η σχολή των υποστασιαστών ήρθε αμέσως σε σφοδρή αντιπαράθεση με τους φορμαλιστές (formalists) τους θιασώτες δηλαδή των νεοκλασικών οικονομικών και της αντίληψης ότι ο άνθρωπος επιβιώνει μέσα από τις «λογικές επιλογές» διαχείρισης περιορισμένων μέσων με σκοπό την ικανοποίηση των απεριόριστων αναγκών του. Η μεγάλη διαφορά υποστασιαστών και φορμαλιστών βρισκόταν πως οι μεν υποστασιαστές έψαχναν πάντα τις σχέσεις του ανθρώπου με τον κοινωνικό περίγυρο και το φυσικό περιβάλλον ως καταστατικές της διαβίωσής του, οι δε φορμαλιστές έκαναν πάντα την υψηλή αφαίρεση όλων των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών πλαισίων για να φτάσουν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς. Για να φτάσουν εκεί έπρεπε να δουν τον άνθρωπο ως φορέα λήψης αποφάσεων, δηλαδή ως αφηρημένη, αναλυτική, και υπολογιστική οντότητα, και όχι ως τον πραγματικό, ιστορικά, περιβαλλοντολογικά και κοινωνικά εξαρτώμενο άνθρωπο. Αν ανατρέξουμε και στην προηγούμενη παράδοση, εκεί που μιλάγαμε για τις αρχές των νεοκλασικών οικονομικών μπορούμε να δούμε συμπληρωμένη την εικόνα: Η διαφορά υποστασιαστών και φορμαλιστών δεν ήταν απλά μια διαφορά οικονομικής προσέγγισης, αλλά μια διαφορά θεμελιώδης, φιλοσοφική και κοσμολογική για την φύση του ανθρώπου. Με αυτή την έννοια ήταν μια σύγκρουση βαθιά ταξική.

Ο Πολάνυι στον μεγάλο μετασχηματισμό αποδίδει τους δύο μεγάλους πολέμους του 20ουαιώνα και την τεράστια καταστροφή που επέφεραν στην προσπάθεια να επιβληθεί παντού κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα η οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Υποστηρίζει από την μια ότι μια απόλυτη ελεύθερη αγορά γης, εργασίας, χρήματος και εμπορευμάτων είναι μια ανεφάρμοστη ουτοπία η οποία σέρνει την ανθρωπότητα στην καταστροφή και ότι από την άλλη αυτή η ουτοπία επιβάλλεται στην ανθρωπότητα με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα και όχι με τον υποτιθέμενο αυτόματο μηχανισμό της προσφοράς και της ζήτησης. Στο βιβλίο περιγράφεται με γλαφυρότητα η ασίγαστη πάλη μεταξύ κοινωνίας και ελεύθερης αγοράς με κύριο διακύβευμα την ελεύθερη αγορά εργασίας από την μια, και την κοινωνική προστασία των αδύναμων από την άλλη από τον 16ο ως και τον 20ο αιώνα. Αργότερα το 1957 δημοσιεύεται από τον Πολάνυι και τους συνεργάτες του ο τόμος Trade and Market in the Early Empires, Εμπόριο και Αγορά στις πρώιμες αυτοκρατορίες, όπου αναλύονται οι βασικές μεθοδολογικές κατηγορίες των υποστασιαστών και υπογραμμίζεται η διαφορά της καπιταλιστικής ελεύθερης αγοράς από τις προκαπιταλιστικές αγορές. Βασική κατηγορία των υποστασιαστών είναι η ενθήκευση-embeddedness, σύμφωνα με την οποία σε όλες τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η οικονομία ήταν ενθηκευμένη-embedded στις κοινωνικές, νομικές και θρησκευτικές σχέσεις και μόνο στον καπιταλισμό συμβαίνει το αντίθετο. Άλλες βασικές κατηγορίες είναι αυτές που σχετίζονται με τα διάφορα συστήματα διανομής της παραγωγής που γνώρισε η ανθρωπότητα. Ο Πολάνυι διακρίνει τρείς βασικές μορφές διανομής που με την σειρά τους σφραγίζουν ολόκληρη την οικονομική σφαίρα: την γενικευμένη αμοιβαιότητα, που χαρακτηρίζει τις τροφοσυλλεκτικές και κυνηγετικές κοινωνίες, την αναδιανομή που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες που διαθέτουν ένα κέντρο εξουσίας που συλλέγει και αναδιανέμει την παραγωγή και τέλος την ελεύθερη αγορά που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Η κριτική στην ελεύθερη αγορά και τον καπιταλισμό που διεξήγαγαν οι υποστασιαστές είναι η πιο σκληρή και εμπεριστατωμένη από την εποχή του Μαρξ και ως ένα βαθμό καθόρισε και τις μελλοντικές γενιές των οικονομικών ανθρωπολόγων που προσανατολίστηκαν στην ανάδειξη της κοινωνικής και πολιτιστικής διάστασης των οικονομικών διαδικασιών σε αντίθετη δηλαδή κατεύθυνση από τους οικονομολόγους. Μέλη της ομάδας των υποστασιαστών όπως οι Bohanan και Dalton αναδυκνείουν τα διάφορα δίκτυα ανταλλαγών πέρα από τις χρηματικές, που επιβιώνουν και μέσα στην αποικιοκρατία σε λαούς της Αφρικής και της Β. Αμερικής, και δείχνουν έτσι με ποιο τρόπο οι συναλλαγές υποτάσσονται στις κοινωνικές σχέσεις αντί για το αντίθετο.

Παράλληλα με το ρεύμα των υποστασιαστών στην ανθρωπολογία αναπτύσσεται στην Αμερική τις δεκαετίες 1950 και 1960 το ρεύμα του νέο-εξελικτικισμού και της πολιτισμικής οικολογίας που τονίζει την πλευρά της προσαρμογής των πολιτισμικών μορφών και σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών, στο περιβάλλον και τις υλικές συνθήκες της ύπαρξης. Στο πλαίσιο αυτό πρώτον αμφισβητείται η οικουμενικότητα της νεοκλασικής αρχής του «μέγιστου δυνατού αποτελέσματος», εφόσον η επιτυχής αναπαραγωγή των κοινωνικών συστημάτων δεν εξαρτάται από τα παραγωγικά αποτελέσματα αλλά την διατήρηση και εξέλιξη της κοινωνικής συνοχής, και δεύτερον αναπτύσσεται ειδικά από τους Service και Sahlins ένα μοντέλο εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών που δεν βασίζεται στην οικονομία, αλλά στην πολιτική οργάνωση, και συγκεκριμένα αυτό των νομαδικών ομάδων, των ακέφαλων κοινωνιών, των φυλαρχιών και βασιλείων και του κράτους. Για το ζήτημα αυτό παραπέμπω και στην εισήγηση του Σωτήρη Δημητρίου στην ομάδα κριτικής διεπιστημονικότητας για το ζήτημα της καταγωγής της ανισότητας (https://kritikidiepistimonikotita.wordpress.com/2014/10/10/%CF%80%CE%AD%CE%BC%CF%80%CF%84%CE%B7-16-10-2014/).

Mauss και Πολάνυι προσανατολίστηκαν στην έμφαση στις ανταλλαγές αντί για την παραγωγή κάτι για το οποίο επικρίθηκαν εξ ίσου από ορθόδοξους μαρξιστές αλλά και συντηρητικούς οικονομολόγους. Ένας τέτοιος προσανατολισμός όμως ήταν δικαιολογημένος για την εποχή τους, μιας και η νεοκλασική θεωρία έδινε έμφαση επίσης ακριβώς στις ανταλλαγές υποστηρίζοντας πως οι διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης ρύθμιζαν μια χαρά και την παραγωγή και την κυκλοφορία χωρίς την ανάγκη καμιάς άλλης παρέμβασης. Η επίμονη απάντηση του Πολάνυι σε αυτές τις αιτιάσεις ήταν ότι πρώτον απόλυτα ελεύθερες διακυμάνσεις προσφοράς και ζήτησης ήταν απολύτως ουτοπικές και αδύνατες και δεύτερον και μόνο η προσπάθεια να επιβληθούν δια νόμου, με την άρση των περιορισμών στην διακίνηση κεφαλαίων, εργασίας και εμπορευμάτων σήμαινε παντού και πάντα κοινωνική καταστροφή. Η διαμάχη μεταξύ υποστασιαστών και φορμαλιστών στην ανθρωπολογία διήρκησε περίπου δυο δεκαετίες όταν και υποκαταστάθηκε από την διαμάχη μαρξιστών και στρουκτουραλιστών και αργότερα ως και σήμερα από την διαμάχη αυτών που χρησιμοποιούν ως βασικό εργαλείο ανάλυσης τις σχέσεις δύναμης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό κάθε κουλτούρας και αυτών που βλέπουν την κουλτούρα ως απομονωμένο και σχετικά ενιαίο σύνολο πολιτιστικών χαρακτηριστικών και εκφράσεων. Στην ουσία πρόκειται για την ίδια διαμάχη, την ίδια σύγκρουση η οποία διαπερνά όλα τα θεωρητικά ρεύματα από τις αρχές του 20ου αιώνα έως σήμερα. Αυτά που συγκρούονται είναι από την μια κριτική στάση στην δυτική ηγεμονία και τον καπιταλισμό, και από την άλλη μια απολογητική στάση στην βιομηχανική κοινωνία και τον δυτικό πολιτισμό η οποία τις πιο πολλές φορές κρύβεται πίσω από τον μανδύα του επιστημονισμού και της «αντικειμενικής» αλήθειας.

Πριν περάσουμε στην εξέταση της θέσης του Μαρξισμού σε αυτή την διαμάχη, θα αναφερθούμε σε δυο ακόμα σταθμούς της οικονομικής ανθρωπολογίας που την έφεραν σταθερά αντιμέτωπη με την αστική οικονομική θεωρία. Πρώτος σταθμός ήταν η έκδοση το 1972 του έργου του Marshall Sahlins, Stone Age Economics, «Οικονομικά της Λίθινης Εποχής». O Sahlins ακολουθώντας την παράδοση του Πολάνυι και του Mauss κάνει μια συγκριτική ανάλυση πολλών διαφορετικών εθνογραφικών ερευνών που αναφέρονται στους εναπομείναντες πληθυσμούς τροφοσυλλεκτικών και κυνηγετικών κοινοτήτων. Στο βιβλίο του θέτει υπό κριτική εξέταση τον ισχυρισμό των νεοκλασικών οικονομικών ότι ο άνθρωπος λειτουργούσε ανέκαθεν σε συνθήκες σπανιότητας των φυσικών πόρων και ότι η εξέλιξη κινούνταν από τις συνθήκες πολύ μεγάλης σπανιότητας και δυσκολίας επιβίωσης από τον πρωτόγονο άνθρωπο, προς την λιγότερη σπανιότητα (μέσω της τεχνολογίας και του πολιτισμού) και την μεγαλύτερη ευκολία επιβίωσης του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Sahlins δείχνει πως αντίθετα με την αντίληψη των φορμαλιστών οι κοινωνίες των κυνηγών και τροφοσυλλεκτών ήταν κοινωνίες αφθονίας και όχι σπανιότητας, και ότι ακριβώς για αυτό το λόγο ήταν κοινωνίες νομαδικές με ελάχιστα σταθερά περιουσιακά μέσα για να διευκολύνονται οι μετακινήσεις. Έτσι η σπανιότητα αρχίζει να εμφανίζεται στην ανθρώπινη εξέλιξη μόνο με την σταθεροποίηση μόνιμα εγκατεστημένων αγροτικών πληθυσμών και μάλιστα μόνο μετά την ανάπτυξη σχετικά ιεραρχικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης, σε ένα σχετικά πολύ πρόσφατο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Με αυτή τη συνεισφορά του Sahlins στην ουσία ολοκληρώνεται η αποδόμηση και των δύο βασικών αρχών της αστικής αντίληψης για την οικονομία, δηλαδή της σπανιότητας και της «λογικής» μεγιστοποίησης του ατομικού ωφέλους.

Ένας άλλος σταθμός στην ανάπτυξη της κριτικής οικονομικής ανθρωπολογίας είναι η έκδοση το 1982 του έργου του Eric Wolf, Europe and the People without history, Ευρώπη και οι Λαοί χωρίς Ιστορία. Ο Wolf ο οποίος ήταν πολύ κοντά στον Μαρξισμό άσκησε κριτική στους δομικούς μαρξιστές από την Γαλλία, στους οποίους καταλόγιζε ότι ήταν πιο πολύ δομιστές παρά Μαρξιστές, αποδεικνύοντας ότι όλοι οι λαοί που μελέτησαν, εθνογράφοι, ιεραπόστολοι και ανθρωπολόγοι τα τελευταία 500 χρόνια βρίσκονταν σε συνθήκες μετασχηματισμού κάτω από την επίδραση της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού και δεν παρουσίαζαν σε καμμιά περίπτωση τα χαρακτηριστικά απομονωμένων και «παρθένων» πολιτισμών. Έτσι η προσπάθεια των στρουκτουραλιστών να τους παρουσιάσουν ως «ψυχρές κοινωνίες» ή των δομικών μαρξιστών ως ενδογενώς ταξικές, ήταν ανιστόρητες. Ο Wolf κάνει μια πιο κοντινή στους υποστασιαστές χρήση του όρου «τρόπος παραγωγής» που εισήγαγε ο Μάρξ και θεωρεί ως βασικό στοιχείο οποιουδήποτε τρόπου παραγωγής την οργάνωση της εργασίας. Έτσι διακρίνει τρείς βασικές μορφές οργάνωσης της εργασίας: α. Την οργάνωση της εργασίας που βασίζεται στη συγγένεια, και που κατά κάποιο τρόπο αντιστοιχεί στην γενική αμοιβαιότητα του Πολάνυι, ή τις νομαδικές και ακέφαλες κοινότητες του Service, β. την οργάνωση εργασίας που βασίζεται στην υποταγή σε κάποιο κέντρο εξουσίας και την απόδοση της ως φόρου σε αυτό (tribute), που αντιστοιχεί στην αναδιανομή του Πολάνυι, ή την φυλαρχία και τα βασίλεια του Service και γ. την οργάνωση της εργασίας που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά και κατ’ επέκταση εποπτεύεται από το κράτος. Με αυτό τον τρόπο ο Wolf προσπάθησε να αναδείξει τις μεγάλες συγκρούσεις της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού ως συγκρούσεις διαφορετικών τρόπων οργάνωσης της εργασίας και κατ’ επέκταση και της κοινωνίας. Κάπως ανάλογη χρήση του όρου «τρόπος παραγωγής» έκανε και ο Godelier στο έργο του «Η Θεωρία της μετάβασης στον Μαρξ» δίνοντας όμως έμφαση στο περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις και τις δεξιότητες της εργασίας παρά στην γενική της οργάνωση, δείχνοντας πως διαφορετικοί τρόποι παραγωγής μπορεί να συνυπάρχουν και να αντιμάχονται στην ίδια κοινωνία.

Συμπερασματικά μπορούμε να συνοψίσουμε τα βασικά σημεία της ανθρωπολογικής κριτικής στην αστική «οικονομική επιστήμη» ως εξής:
Πουθενά δεν προκύπτει από την ανθρωπολογική έρευνα πως η οικονομική αρχή της ελάχιστης δυνατής προσπάθειας για το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα, είναι ένας παγκόσμιος, οικουμενικός νόμος. Από ότι φαίνεται διαπερνά μόνο την σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία
Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η ελεύθερη και αρρύθμιστη αγορά αγαθών, γης και εργασίας αναδύθηκε από μόνη της ως «χέρι του θεού», καλύτερο εξελικτικά σύστημα κλπ. Μάλλον επιβλήθηκε ύστερα από αιματηρούς ταξικούς αγώνες και αποφασιστικές παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας.
Η πρωτοκαθεδρία οικονομικών θεσμών και ρυθμίσεων πάνω στις κοινωνικές σχέσεις δεν φαίνεται να είναι καθολικό φαινόμενο της ανθρώπινης εξέλιξης. Αντίθετα στην συντριπτικά μεγαλύτερη διάρκεια της ιστορίας του ο άνθρωπος προέβαλε την κοινωνική συνοχή, την ισορροπία με το περιβάλλον και την προσαρμογή και έλεγχο στη φύση μέσω θρησκευτικών και πολιτισμικών συμβόλων πάνω από την «οικονομική» αποτελεσματικότητα, πάνω δηλαδή από την απρόσκοπτη μεγέθυνση και παραγωγή πλούτου.


Ο Μαρξισμός

Παρόλο που η ανθρωπολογική κριτική στην οικονομία δεν εμφανίζεται σαν ενιαία θεωρία, ενέχει τη θέση ολοκληρωμένης θεωρίας η οποία είναι δυναμική και εξελίσσεται. Η δυσκολία να την αναγνωρίσουμε ως ενιαία θεωρία έγκειται στο γεγονός ότι δεν είναι αμιγώς οικονομική, ούτε αμιγώς κοινωνική, ψυχολογική ή πολιτική αλλά όλα αυτά μαζί. Όταν ο Mauss έγραφε «το δώρο» μιλούσε για το δώρο ως «ολικό φαινόμενο» και εννοούσε ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή το δώρο δεν ήταν ούτε αμιγώς οικονομικό, ούτε αποκλειστικά κοινωνικό ή ψυχολογικό, ούτε αυστηρά πολιτικό φαινόμενο αλλά όλα αυτά μαζί. Θα την λέγαμε λοιπόν συμβατικά «ανθρωπολογική θεωρία» παρόλο που πολλοί ανθρωπολόγοι θα διαφωνούσαν με τον όρο. Ανθρωπολογική θεωρία λοιπόν είναι όλη εκείνη η διανοητική προσπάθεια που προσπαθεί να προσεγγίσει την ανθρώπινη συνθήκη και εξέλιξη πάνω στην γη σαν ολικό φαινόμενο. Ο Σωτήρης Δημητρίου προσπάθησε να συνοψίσει την ανθρωπολογική θεωρία στους ακόλουθους τρείς βασικούς άξονες:
Η ανθρωπολογική προσέγγιση. Κάθε κοινωνία δομείται από την διάρθρωση των σχέσεων των ανθρώπων τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον και από τις λειτουργίες που συντηρούν, αναπαράγουν και επενεργούν σε αυτές τις σχέσεις (παραγωγή, συνοχή, αυτορρύθμιση, συμβολικά συστήματα). Η δομή και οι λειτουργίες αλληλεπιδρούν και αλλάζουν μέσω της δραστηριότητας των δρώντων υποκειμένων που είναι και το κύριο μεθοδολογικό και ερευνητικό αντικείμενο της ανθρωπολογίας. Σύμφωνα με τον Δημητρίου η δραστηριότητα αυτή επιτελείται μέσα από τρείς βασικούς παράγοντες που λειτουργούν ταυτόχρονα: α. την παραγωγικότητα, δηλαδή την ανάπτυξη των νευρομυϊκών και διανοητικών ικανοτήτων, β. την εξάρτηση από την ομάδα, μέσω της συνεργασίας της μάθησης κλπ. και γ. την κοινωνική αναγνώριση που λειτουργεί ως βασικό κίνητρο για το α, και μηχανισμό επανάδρασης για το β.
Η ολιστική προσέγγιση και η συστημική μέθοδος. Όλα τα κοινωνικά φαινόμενα είναι ολικά φαινόμενα δηλαδή συνδέονται μεταξύ τους και αυτό που μελετάει η ανθρωπολογία είναι όχι τα ίδια απομονωμένα, αλλά τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι κοινωνίες είναι συστήματα όπου τα γεγονότα και τα φαινόμενα συνδέονται. Δεν υπάρχει μια αιτία και ένα αποτέλεσμα, αλλά κόμβοι αποτελεσμάτων που με την σειρά τους αποτελούν αιτίες για άλλα αποτελέσματα. Αν και όλα τα στοιχεία του συστήματος δεν είναι ίδιας σημασίας, δεν μπορούν όμως να λειτουργήσουν σε απομόνωση και πάνω ή έξω από το σύστημα. Όπως όλα τα συστήματα έτσι και η ανθρώπινη κοινωνία λειτουργεί με ροές εισόδου από το περιβάλλον και ροές εξόδου με παραγωγή αγαθών και πληροφορίας.
Η διαλεκτική και ιστορικοσυγκριτική μέθοδος. Κανένα κοινωνικό φαινόμενο δεν μπορεί να ιδωθεί έξω από το ιστορικό του πλαίσιο και τις αντιφάσεις που το συγκροτούν και επηρεάζουν την εξέλιξή του και την σχέση του με το συνολικό σύστημα. Οι αλλαγές στις σχέσεις εντός του συστήματος ή με τις εξωτερικές ροές οδηγούν το σύστημα σε μετασχηματισμό και νέα ισορροπία.

Είναι φανερό πως η ανθρωπολογική προσέγγιση και θεωρία έχει συγγένεια με τον Μαρξισμό ο οποίος επίσης προσπάθησε να συνθέσει μια συνολική οπτική στην ανθρώπινη κατάσταση και κοινωνία. Σχεδόν όλοι οι ερευνητές και τα ρεύματα που περιγράψαμε στην προηγούμενη ενότητα, με εξαίρεση ίσως τον Mauss, βρίσκονταν σε διάλογο, αν δεν εμπνέονταν ανοιχτά από τον Μαρξισμό. Υπάρχουν αρκετές αλληλο-επικαλύψεις και συνάφειες, ειδικά σε σχέση με την κριτική στην ελεύθερη αγορά και τον καπιταλισμό. Ωστόσο υπάρχουν και σημαντικές διαφορές.



Δυο είναι οι πιο σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην ανθρωπολογική θεωρία και την Μαρξιστική. Η πρώτη σχετίζεται με τους περίφημους νόμους κίνησης της ιστορίας, του Μαρξ και συγκεκριμένα της ταξικής πάλης και της σύγκρουσης παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Σύμφωνα με το μαρξιστικό μοντέλο ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, ενώ με την σειρά τους οι τάξεις σχετίζονται με ένα μοντέλο σχέσεων παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής, π.χ δουλοκτησία, δουλοπαροικία, μισθωτή εργασία θέτουν σε κίνηση τις παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή την εργασία, τα εργαλεία, την γη κλπ. Όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων φτάνει σε ένα επίπεδο τεχνολογικής εξέλιξης, τότε οι υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις συνιστούν φραγμό στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και πιέζονται να αλλάξουν, συχνά με βίαιο και επαναστατικό τρόπο. Η κοινωνική τάξη που σχετίζεται περισσότερο με τις νέες παραγωγικές δυνάμεις έχει συμφέρον την αλλαγή, ενώ η κοινωνική τάξη που απολάμβανε τα προνόμια που της είχε εξασφαλίσει το προηγούμενο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αντιστεκόταν στην αλλαγή. Η περιγραφή αυτή αντιστοιχεί βέβαια με τρόπο πειστικό, στο πέρασμα από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό και την πάλη μεταξύ γαιοκτημόνων και βιομηχάνων στην Ευρώπη του 16ου-19ου αιώνα. Μπορούμε όμως να δεχθούμε πως ένα τέτοιο σχήμα διαπερνά ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία;

Προφανώς η σχέση ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις που εξασφαλίζουν την παραγωγή και διανομή των αγαθών με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, της τεχνογνωσίας και των εργαλείων, είναι υπαρκτή και έχει βάση. Κάποιο είδος σχέσεων, όπως η συγγένεια ή η μισθωτή εργασία στρέφουν την ανάπτυξη των μέσων για την παραγωγή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ενώ κάποιο άλλο είδος σχέσεων όπως η δουλεία ή τροφοσυλλεκτική κοινότητα την στέφουν προς μια άλλη. Η επιρροή της ανάπτυξης των μέσων για την παραγωγή πάνω στις σχέσεις συνεργασίας ή ανταγωνισμού, είναι επίσης προφανής. Η ανθρώπινη ιστορία όμως δεν δίνει επαρκείς αποδείξεις ότι το πέρασμα από μια διάρθρωση των σχέσεων με τα μέσα παραγωγής σε μια άλλη, γίνεται παντού και πάντα με γραμμικό τρόπο και με φορείς τις κοινωνικές τάξεις που κάθε φορά σχετίζονται με έναν νέο τρόπο παραγωγής. Η διαμόρφωση μιας κοινωνικής κατηγορίας σε τάξη που δρα με συλλογικό και οργανωμένο τρόπο μάλλον έπεται παρά προηγείται μιας αναδιάρθρωσης των παραγωγικών δυνάμεων και κατ’ επέκταση των συσχετισμών δύναμης σε μια κοινωνία. Για χιλιάδες χρόνια πριν τον καπιταλισμό, οι παράγοντες που φαίνονταν πιο αποφασιστικοί για την κοινωνική αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης διάρθρωσης παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων ήταν περισσότερο η στρατιωτική ισχύς και η εσωτερική κοινωνική συνοχή παρά η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής που ήταν εξαιρετικά αργή. Έτσι ούτε το πέρασμα από τον «πρωτόγονο κομμουνισμό» προς την κοινωνία της ανισότητας, ούτε το πέρασμα από την δουλοκτησία στην φεουδαρχία φαίνεται να υλοποιείται από κάποια κοινωνική τάξη με όρους οικονομικής δύναμης, αλλά περισσότερο από φορείς πολιτικής εξουσίας που προϋπάρχουν και οικειοποιούνται τις όποιες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία.

Μια από τις συνέπειες της θεωρίας των τάξεων ως ερμηνευτικής της παγκόσμιας ιστορίας είναι ότι συνιστά εν μέρει αντίφαση με την περίφημη ρήση του Μαρξ ότι «ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία του, σε συνθήκες που δεν έφτιαξε ο ίδιος». Με την απολυτότητα της ταξικής ανάλυσης, εξαφανίζεται ο άνθρωπος ως δημιουργός της ιστορίας και υποκαθίσταται από τις τάξεις. Φυσικά δεν λέμε ότι ο άνθρωπος δημιουργεί την ιστορία ως άτομο. Όπως είπαμε η ανθρώπινη δραστηριότητα διακρίνεται από την τάση για δημιουργικότητα, από την εξάρτηση από την ομάδα, και από την κοινωνική αναγνώριση. Δεν υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά. Άρα λέγοντας πως ο άνθρωπος δημιουργεί την ιστορία του εννοούμε πως ο άνθρωπος δημιουργεί και τις συλλογικές μορφές εκείνες μέσα στις οποίες εντάσσει την δράση του και δεν δημιουργείται αυτός από εκείνες. Μια πιο προσεκτική ματιά στην ανθρώπινη εξέλιξη θα διακρίνει πως αυτές οι συλλογικές μορφές είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία πολιτικές και ηθικές (μορφές διακυβέρνησης, συγγένεια, θρησκείες, έθνη κλπ.) παρά οικονομικές ή ταξικές. Η μονόπλευρη εμμονή στην «σχέση με τα μέσα παραγωγής» από τους επιγόνους του Μαρξ, και τους θεμελιωτές του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» υπέταξε τον άνθρωπο στην τάξη, και απέκρυψε μια ουσιαστική πλευρά της κοινωνίας της ανισότητας, την σχέση του ανθρώπου με την πολιτική εξουσία. Όπως γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου: «Από την στιγμή που ο μαρξισμός όριζε ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, έβαζε εμπόδιο στην ανάπτυξη της μαρξιστικής ανθρωπολογίας γιατί δεν υπάρχουν τάξεις στις «πρωτόγονες» κοινωνίες. Έτσι ενώ προβάλει το άτομο ως υποκείμενο της Ιστορίας, ταυτόχρονα το υποθεμελιώνει, επειδή αναγνωρίζει ως κοινωνικές σχέσεις μόνο τις ταξικές, ορίζοντας ότι η Ιστορία παράγεται από αυτές». (Δημητρίου 1996:30).

Ένα δεύτερο βασικό σημείο διαφοράς της ανθρωπολογικής θεωρίας με την μαρξιστική είναι η σχέση «βάσης και οικοδομήματος». Είναι βέβαια ένα σημείο που σχετίζεται με το πρώτο. Η αντίληψη ότι όλες οι άλλες σχέσεις των ανθρώπων, πολιτικές, νομικές, ηθικές και συμβολικές αντανακλούν, εξαρτώνται, και επικαθορίζονται από τις σχέσεις παραγωγής οδηγεί στον οικονομικό ντετερμινισμό και στην ουσία δεν απέχει πολύ από την αντίληψη των αστών οικονομολόγων και των νεοκλασικών οικονομικών. Είναι κι αυτή μια θέση που βρίσκεται σε σχετική αντίφαση με την θέση του ανθρώπου ως δημιουργού της ιστορίας του, και βέβαια σχετίζεται και αυτή με την υποτίμηση του παράγοντα της πολιτικής εξουσίας, αλλά και ευρύτερα των σχέσεων δύναμης ως βασικού παράγοντα ανισότητας. Σε αυτή τη θέση έχει ασκηθεί κριτική από πολλές πλευρές πέρα από την ανθρωπολογία, ειδικά από τα ρεύματα του πολιτιστικού Μαρξισμού, από τους Williams, Eagleton κλπ.

Συνολικά θα λέγαμε πως ο Μάρξ ανέλυσε με μεγάλη επιτυχία και επάρκεια τις συνθήκες του περάσματος από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ευρώπη, αποδόμησε σε μεγάλο βαθμό την αστική πολιτική οικονομία, αλλά έπεσε θύμα των βεβαιοτήτων της εποχής του, της ακλόνητης πίστης στην μονογραμμική εξέλιξη της ανθρωπότητας, του επιστημονισμού, και του οικονομικού ντετερμινισμού. Βασικός πυρήνας αυτής της διανοητικής πορείας που στην ουσία αναπαρήγαγε βασικές πλευρές της αστικής ιδεολογίας, ήταν η αντίληψη που κυριαρχούσε σαν δόγμα στην κοινωνιολογία και την πολιτική οικονομία του 19ου αιώνα (και σε πολλούς μαρξιστές κυριαρχεί ακόμα): ότι η κοινωνία διέπεται και κινείται από νόμους αντίστοιχους με αυτούς της φύσης. Η ανακάλυψη και διατύπωση αυτών των νόμων υποτίθεται ότι ήταν το αντικείμενο της κοινωνικής επιστήμης και της κοινωνικής φιλοσοφίας. Με αυτό τον τρόπο το σχήμα της εξέλιξης όπως οικοδομήθηκε από τον Μάρξ μοιάζει με μια κοινωνική μηχανική αντίστοιχη με έναν φυσικό νόμο, παρόλο που ο ίδιος έδινε στην έννοια του «νόμου» ένα πιο σχετικιστικό χαρακτήρα. Οι επίγονοί του όμως ξέχασαν την σχετική εφαρμογή του νόμου κι ακολούθησαν την απόλυτη, τελεολογική εκδοχή. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε ούτως ή άλλως στον σοσιαλισμό. Όμως αντίστοιχα επιχειρήματα είχαν και οι αντίπαλοι. Ανάπτυξη και πρόοδος μπορούσε να υπάρξει μόνο μέσα από τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Πίσω κι από τις δύο πίστεις βρισκόταν η κοινωνία που κινείται πάντα προς την μεγέθυνση, την ένταση της εργασίας, την τεχνολογική καινοτομία, και φυσικά την απεριόριστη εκμετάλλευση της φύσης. Έτσι μάλλον εύστοχα ο Πολάνυι υποστηρίζει στον «μεγάλο μετασχηματισμό» ότι οι αστοί φιλόσοφοι πρώτα επινόησαν την κοινωνιολογία και ύστερα την οικονομία. Ωστόσο αυτό που έγινε σε εκείνο τον αιώνα ήταν στο επίπεδο της θεωρίας κάτι αντίστοιχο με ότι έγινε στο επίπεδο της πολιτικής και της οικονομίας. Οι φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι προέβαλαν την ιστορία της αστικής κοινωνίας και του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού σε ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία του ανθρώπου. Πλευρές αυτής της προβολής δυστυχώς επηρέασαν και τον Μαρξισμό.


Συμπεράσματα

Από όσα έχουμε πει ως τώρα προκύπτει μια βασική μεθοδολογική σύγκρουση ανάμεσα στην αστική παράδοση οικονομικής σκέψης και τα κινήματα αμφισβήτησης συμπεριλαμβανομένου και του Μαρξισμού. Αυτή η σύγκρουση επεκτείνεται στην αντίληψη για τον άνθρωπο, την κοινωνία και την εξέλιξη. Σύμφωνα με την αστική παράδοση η φύση του ανθρώπου τον οδηγεί στον αγώνα για την ικανοποίηση των αναγκών του σε συνθήκες σχετικής σπανιότητας των πόρων. Η βιομηχανική κοινωνία που δίνει ώθηση στην αύξηση της παραγωγής αγαθών είναι ένας θρίαμβος του ανθρώπου με την μείωση της εξάρτησής του από την φύση και την διαρκή βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου. Η καλύτερη μέθοδος για την διασφάλιση αυτής της πορείας είναι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, όπου οι ατομικοί ανταγωνιστές αλληλοεξουδετερώνονται, αλλά συνολικά η παραγωγή αυξάνεται, η τεχνολογία βελτιώνεται και οι τιμές πέφτουν. Η κριτική σε αυτό το μοντέλο από τους Μαρξιστές, σοσιαλιστές, κομμουνιστές κλπ. είναι πως ναι μεν η παραγωγή αυξάνεται και η τεχνολογία βελτιώνεται, αλλά αυξάνεται παράλληλα και η κοινωνική ανισότητα, η ανεργία, η υπερσυγκέντρωση του πλούτου και της ιδιοκτησίας και υπονομεύεται έτσι συνολικά η πρόοδος της κοινωνίας. Η φύση του ανθρώπου τον οδηγεί στην συνεργασία και την κοινωνικότητα, άρα ο καπιταλισμός είναι έξω από την φύση του ανθρώπου. Οι μεν Κευνσιανοί προτείνουν απέναντι σε αυτό μια κρατική παρέμβαση που θα δρα παράλληλα με τους καπιταλιστές, ενώ οι Μαρξιστές μια επαναστατική μετάβαση από την ατομική στην συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Οι δύο αντιλήψεις προκρίνουν η μια το άτομο ως φορέα προόδου, και η άλλη την ομάδα, την συλλογικότητα, την τάξη. Και στις δύο όμως αντιλήψεις, ενώ οι φορείς αλλάζουν κυριαρχεί το ίδιο μέσο για την πρόοδο: ο έλεγχος και η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η αύξηση της παραγωγικότητας.

Και στις δυο σχολές σκέψης υπάρχει μια υψηλή αφαίρεση από την πραγματική παγκόσμια ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπου και την έρευνά της. Έτσι τα μοντέλα που προκύπτουν έχουν πολύ μεγαλύτερη σχέση με την ιδεολογία παρά με την έρευνα και τη γνώση. Από την μια, όπως δείξαμε η καθαρά ατομική επιχείρηση, η μισθωτή εργασία και η ελεύθερη αγορά ήταν προϊόν συγκεκριμένων και μοναδικών ιστορικών εξελίξεων στην Ευρώπη, και δεν είχαν σχέση με κάποιο παγκόσμιο νόμο, ενώ από την άλλη επίσης η συγκρότηση των καταπιεσμένων σε τάξη που διεκδικεί την εξουσία δεν έγινε ποτέ άλλοτε και πουθενά αλλού εκτός από την καπιταλιστική Ευρώπη. Τι γίνεται λοιπόν με όλους τους υπόλοιπους πληθυσμούς του πλανήτη και όλες τις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους; Η υψηλή αφαίρεση των θεωριών του 18ου και 19ου αιώνα δεν αφορά μόνο στους «άλλους» πλην Ευρώπης λαούς, αλλά και κυρίως στις μορφές της κοινωνικής τους οργάνωσης. Σύμφωνα με την ανθρωπολογική προσέγγιση μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την δική μας κουλτούρα, μόνο αν μελετήσουμε τις άλλες στο δικό τους πλαίσιο, κι όχι απλά ως εξελικτικούς δορυφόρους της δικής μας. Αυτό που προκύπτει λοιπόν από την έρευνα των άλλων είναι πως το βασικό κριτήριο της κοινωνικής τους οργάνωσης δεν ήταν οι σχέσεις παραγωγής, αλλά οι σχέσεις δύναμης. Με αυτό δεν λέμε φυσικά πως δεν υπήρχαν ή δεν έπαιζαν ρόλο οι σχέσεις παραγωγής. Ίσα ίσα. Όμως η πολιτική και οικονομική εξουσία ή διαχείριση, ήταν ενιαίες, συγκροτημένες σε ενότητα. Δηλαδή ο έλεγχος των μέσων παραγωγής και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων ήταν ενωμένες σε ένα κέντρο, δεν υπήρχε με αυτή την έννοια ούτε βάση και εποικοδόμημα, ούτε αυτόνομη οικονομική σφαίρα! Έτσι στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες η μελέτη της κοινωνικής οργάνωσης δεν μπορεί ούτε να επικεντρωθεί, ούτε να περιοριστεί στις σχέσεις παραγωγής. Το βασικό στοιχείο της οργάνωσης είναι η ιεραρχία και οι σχέσεις δύναμης, που δεν βασίζονται αποκλειστικά στην κατοχή του πλούτου ή των μέσων παραγωγής. Ο έλεγχος των μέσων παραγωγής που δεν σημαίνει πάντα και ιδιοκτησία, διεξάγεται μέσω της πολιτικής εξουσίας. Θα πει κάποιος και τι μας λέει αυτό για τον καπιταλισμό; Αυτό που μας λέει είναι ότι τελικά μόνο στον καπιταλισμό έχουμε την διάκριση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, κι αυτό γιατί η τάξη που κυριάρχησε στην παραγωγή βρισκόταν αρχικά εκτός πολιτικής εξουσίας, αλλά όχι μόνο για αυτό.

Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πολάνυι, ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς, ανεξέλεγκτης από κάποιο πολιτικό κέντρο, δεν μπορεί να λειτουργήσει τελικά παρά μόνο σε μια κοινωνία της αγοράς. Δηλαδή το σύστημα της ελεύθερης αγοράς για να επιβιώσει πρέπει να επεκτείνεται συνέχεια σε όλη την κοινωνική ζωή, σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας, γιατί οτιδήποτε που το περιορίζει λόγω των πολλαπλών αλληλοεξαρτήσεων της κοινωνικής ζωής το απειλεί με κατάρρευση. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ολόκληρη η κοινωνική ζωή πρέπει να διέπεται από την προσφορά και την ζήτηση, ή με άλλα λόγια, όλα να πουλιούνται και να αγοράζονται. Αν έστω και κάτι δεν πουλιέται και δεν αγοράζεται, αυτό αποτελεί απειλή για την αγορά. Ας πάρουμε για παράδειγμα την εκπαίδευση, ή την υγεία. Αν μπορούν να παρέχονται καλές υπηρεσίες δωρεάν με ένα σύστημα αναδιανομής, τα ιδιωτικά θεραπευτήρια και εκπαιδευτήρια δεν θα μπορούν να επιβιώσουν. Άρα η ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να συμβιώσει με ένα σύστημα αναδιανομής, με ένα πολιτικό κέντρο που θα συγκεντρώνει φόρους και θα αναδιανέμει πόρους σε υπηρεσίες κλπ. Θα πει κανείς, πως εντάξει, αλλά τελικά στον καπιταλισμό όχι μόνο δεν έχουμε αποδυνάμωση, αλλά ενίσχυση της πολιτικής εξουσίας, με το κράτος, την αστυνομία, τον στρατό, τους δικαστές, την εκπαίδευση, την γραφειοκρατία κλπ. Αυτό είναι αλήθεια. Όμως η ενίσχυση της κρατικής εξουσίας γίνεται για την πειθάρχηση του πληθυσμού και την εξασφάλιση μιας υποτελούς αγοράς εργασίας, για την επιβολή δηλαδή της ελεύθερης αγοράς με την βία, αλλά και για λόγους συναίνεσης και ιδεολογικής επιβολής. Έτσι το ιδανικό του έθνους στρέφει τους εργάτες ενάντια σε άλλους λαούς, ο ρατσισμός ενάντια σε ανθρώπους με άλλο χρώμα, καταγωγή κλπ., ενώ βοηθάει τον εργαζόμενο να ταυτιστεί με το συμφέρον του καπιταλιστή που κλέβει τον πλούτο των αποικιών κλπ.

Η ουσία όμως είναι ότι και από ιδεολογία, και από συμφέρον η οικονομική εξουσία στον καπιταλισμό διαχωρίζεται από την πολιτική. Αυτή η διαδικασία μετατοπίζει την ιεραρχία της δύναμης από την πολιτική και τις άμεσες σχέσεις (συγγένεια, συνεργασία) στην οικονομία και τις απρόσωπες σχέσεις. Η μεγάλη πολιτιστική τομή που έφερε ο καπιταλισμός ήταν πως δημιούργησε την συνθήκη της ελπίδας για ατομική κοινωνική άνοδο σε μεγάλα πλήθη ανθρώπων, που δεν δεσμεύονταν πια από τις κληρονομικές, άκαμπτες ιεραρχίες της συγγένειας και της πολιτικής δύναμης. Η αποδυνάμωση των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων που βασίζονταν στην διαπροσωπική επαφή ήταν η αναγκαία συνθήκη που επέτρεπε την διαμόρφωση αυτής της δυνατότητας. Θεωρητικά ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να γίνει πλούσιος αν έμπαινε στην αρένα του σκληρού ανταγωνισμού, της αποταμίευσης, της επανεπένδυσης κλπ. Ο μύθος του αυτοδημιούργητου καπιταλιστή που δεν ήταν πάντα μόνο μύθος, έγινε η σημαία της ιδεολογικής υπεροχής του καπιταλισμού. Η επιχειρηματικότητα, το ρίσκο, η περιπέτεια, με κίνητρο τον πλουτισμό αντικατέστησε την γενναιοδωρία, την κοινωνική προσφορά ή την υποταγή στην ομάδα, στους θεούς και τους προγόνους. Η επίκληση στην φύση του ανθρώπου που τείνει στην συνεργασία και την αλληλεγγύη δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση της καταστρεπτικής δύναμης του συστήματος της ελεύθερης αγοράς που σέρνει την ανθρωπότητα και τον πλανήτη στην καταστροφή, όπως θα δείξουμε στην επόμενη παράδοση. Προφανώς στην φύση του ανθρώπου δεν είναι ούτε αποκλειστικά το ατομικό συμφέρον, ούτε αποκλειστικά η συνεργασία και αλληλεγγύη αλλά και τα δύο, αφού και τα δύο συνέβαλαν στην διαμόρφωση μορφών κοινωνικής οργάνωσης μέσα στην ιστορία. Αυτό που φαίνεται να λειτουργεί διαχρονικά ως κίνητρο στην ανθρώπινη δράση είναι η κοινωνική αναγνώριση και η εξάρτηση από την ομάδα ένταξης, άρα η διαμόρφωση των κοινωνικών αξιών και προτύπων από την μια και η αίσθηση της ταυτότητας και ετερότητας (εμείς και οι άλλοι) από την άλλη, μαζί με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων διαμορφώνουν ιστορικά την κοινωνική οργάνωση και την ατομική δραστηριότητα ως στοιχεία του κοινωνικού συστήματος. Άρα είναι αδύνατον μόνον η υλική βάση να διαμορφώνει την ιστορία ερήμην της ιδεολογίας και των κοινωνικών-πολιτικών δεσμών. Η ιδεολογική σημαία του καπιταλισμού, ότι όλοι εν δυνάμει έχουν την δυνατότητα να βρεθούν στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, ασκεί τεράστια επίδραση ειδικά σε αυτούς που βρίσκονται χαμηλά, δηλαδή στους εν δυνάμει ανατροπείς του συστήματος, εφόσον με τις κρατικές και ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις αποδυναμώνονται όλοι οι φορείς της δύναμής τους (τοπικές, παραγωγικές, συλλογικές και θρησκευτικές παραδόσεις). Βασικό της εργαλείο είναι η μορφή του πλούτου, δηλαδή το χρήμα και το κεφάλαιο, η βία και η πολιτική συναίνεση, δηλαδή ο εθνικισμός και ρατσισμός και η αποδοχή ότι οι «άλλοι» είναι φτωχοί επειδή τους αξίζει να είναι. Μπορεί να αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους: Πρώτον με την απόδειξη του γεγονότος ότι όχι μόνο μια κοινωνία της αγοράς είναι ουτοπική αλλά κι ότι η επιδίωξή της σέρνει τον πλανήτη στην καταστροφή και δεύτερον με την σκιαγράφηση ενός εναλλακτικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης που θα είναι περισσότερο ελκυστικό και επιθυμητό από τους ανθρώπους, σχεδιασμένο από τους ίδιους με βάση την εμπειρία της ανισότητας κι όχι προϊόν κάποιου υποτιθέμενου παγκόσμιου νόμου. Και οι δύο κατευθύνσεις είναι απαραίτητες για την ανατροπή του καπιταλισμού. Στην 3η και την 6η παράδοση του μαθήματος θα ασχοληθούμε ακριβώς με αυτά τα δύο ζητήματα.

Δείτε την εισήγηση και εδώ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΜΩΣ ΜΑΡΣΕΛ, 1999, ΤΟ ΔΩΡΟ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΠΟΛΑΝΥΙ ΚΑΡΛ, 2001, Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ, ΝΗΣΙΔΕΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΩΤΗΡΗΣ, 1996, Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

WOLF ERIC, 1997 [1982], EUROPE AND THE PEOPLE WITHOUT HISTORY, UNIVERSITY OF CALIFORNIA PRESS*

POLANYI CARL, ARENSBERG CONRAD, PEARSON HARRY, 1957, TRADE AND MARKET IN THE EARLY EMPIRES, THE FREE PRESS*

SAHLINS MARSHALL, 1972, STONE AGE ECONOMICS, ALDINE-ATHERTON*

SAHLINS MARSHALL, SERVICE ELMAN, 1960, EVOLUTION AND CULTURE, UNIVERSITY OF MICHIGAN PRESS*

HANN CRISS, HART KEITH, 2011, ECONOMIC ANTHROPOLOGY, POLITY PRESS*








[*] Υπάρχουν σε PDF.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου